- ένδοση
- η (AM ἔνδοσις)υποχώρησηαρχ.1. (για αρρώστια) ελάττωση, ύφεση2. χαλάρωση («ἐνδόσει τινὶ τόνου», Πλούτ.)3. υποχώρηση, καθίζηση («στερεὰν γὰρ οὖσαν, παλαιουμένην οὐκ εἰς τὸ κάτω τὴν ἔνδοσιν λαμβάνειν», Στράβ.)4. αποχώρηση, υποχώρηση στρατού5. μετάδοση («ἔνδοσις ὑγρότητος»)6. παίξιμο τού ενδοσίμου, τού προανακρούσματος τής ωδής.
Dictionary of Greek. 2013.